-
1 волокнистый
волокнистыйприл ἰνώδης. -
2 волокнистый
ινώδης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волокнистый
-
3 волокнистый
επ., βρ: -нист, -а, -оινώδης. -
4 излом
1. (поверхность, образующаяся после разрушения образца или изделия) η επιφάνεια θραύσηςблестящий - αστραφτερή -, γυαλιστερή -2. (поворот, изгиб) η καμπύλη, το τσάκισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излом
-
5 излом
-а α.1. σπάσιμο, τσάκισμα, θραύση •» произошл на краю балки τό σπάσιμο έγινε στην άκρη της δοκού.2. το σπασμένο μέρος αντικειμένου•на самом -е столб оказался гнилым το μέρος που έσπασε ο στύλος ήταν σάπιο.
3. επιφάνεια θραύσης•определение минерала по -у ο καθορισμός του μετάλλου από την επιφάνεια της θραύσης•
мелкозернистый -λεπτόκοκκη επιφάνεια θραύσης•
волокнистый излом ινώδης επιφάνεια θραύσης.
4. στροφή, καμπή απότομη αγκώνας (για δρόμο, ποτάμι κ.τ.τ.).5. συντριβή•душевный излом ψυχική συντριβή.